Είσοδος στον λογαριασμό σας
Το καλάθι μου ({{countCartProducts}})

Σύνολο : {{(cartTotal * selectedCurrency.rate).toFixed(2)}}€ - {{(cartDefaultCouponDiscount * selectedCurrency.rate).toFixed(2)}}€ = {{((cartTotal - cartDefaultCouponDiscount) * selectedCurrency.rate).toFixed(2)}}€ {{(cartTotal * selectedCurrency.rate).toFixed(2)}}€
Προϊόντα: {{countCartProducts}}
Με αυτή την αγορά σας κερδίζετε {{cartProductsTotalPoints}} Points για επόμενες αγορές
Blog
Μύκητες κόλπου: Πώς τους αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά - Main post image
Συντακτική ομάδα του heals, 03-10-2024 Όλοι οι συγγραφείς

Μύκητες κόλπου: Πώς τους αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά


Πόσες φορές έχουμε ακυρώσει σχέδια εξαιτίας μιας ανεξήγητης φαγούρας; Η κολπική μυκητίαση είναι ένα πρόβλημα που επηρεάζει πολλές γυναίκες και μπορεί να διαταράξει την καθημερινότητά μας. Σε αυτό το άρθρο, θα μοιραστούμε χρήσιμες πληροφορίες, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τους μύκητες του κόλπου και να βρούμε τις κατάλληλες λύσεις.


Πίνακας Περιεχομένων

  1. 1. Τι είναι η κολπική μυκητίαση
  2. 2. Αιτίες και παράγοντες κινδύνου
  3. 3. Πρόληψη
  4. 4. Θεραπεία
  5. 5. Συμπέρασμα



Τι είναι η κολπική μυκητίαση

Η κολπική μυκητίαση, επίσης γνωστή ως κολπική μόλυνση ζύμης, είναι μια κοινή πάθηση που επηρεάζει πολλές γυναίκες παγκοσμίως. Προκύπτει όταν διαταράσσεται η φυσική ισορροπία των μικροοργανισμών στον κόλπο. Ο Candida albicans, ένας μύκητας που υπάρχει φυσικά σε μικρές ποσότητες στον κόλπο, αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα  οδηγώντας σε ερεθισμό, δυσφορία και ορισμένες φορές πόνο. 

Τα συμπτώματα μιας κολπικής λοίμωξης που οφείλεται σε μύκητες συνήθως περιλαμβάνουν:

 

  • Κνησμό και ερεθισμό στον κόλπο 
  • Αίσθημα καύσου, ιδιαίτερα κατά την ούρηση ή κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής
  • Ερυθρότητα και οίδημα της ευαίσθητης περιοχής
  • Πυκνή, λευκή άοσμη έκκριση
  • Πόνο και δυσφορία στην περιοχή του κόλπου




Αιτίες και παράγοντες κινδύνου

Οι παράγοντες που μπορούν να διαταράξουν τη φυσική ισορροπία του αριθμού των βακτηρίων και των μυκήτων στον κόλπο, οδηγώντας σε μόλυνση, είναι:

 

Χρήση αντιβιοτικών: Τα αντιβιοτικά μπορούν να σκοτώσουν ωφέλιμα βακτήρια στον κόλπο, μειώνοντας την ικανότητά τους να ελέγχουν την ανάπτυξη της Candida. Αυτό συμβαίνει επειδή τα αντιβιοτικά δεν διακρίνουν μόνο τα επιβλαβή βακτήρια, αλλά και τα ωφέλιμα βακτήρια που ζουν φυσιολογικά στον κόλπο. Αυτά τα "καλά" βακτήρια βοηθούν στη διατήρηση μιας ισορροπίας και στην αποτροπή της υπερβολικής ανάπτυξης των μυκήτων, όπως η Candida. Όταν τα αντιβιοτικά καταστρέφουν τα ωφέλιμα βακτήρια, δημιουργείται ένα περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη της Candida, οδηγώντας σε κολπική μυκητίαση.


Ορμονικές αλλαγές
: Η εγκυμοσύνη, τα αντισυλληπτικά, η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης και οι αλλαγές του εμμηνορροϊκού κύκλου μπορεί να επηρεάσουν τα επίπεδα των μυκήτων στην κολπική περιοχή.

  • Αλλαγή στο pH: Οι ορμόνες επηρεάζουν το pH του κόλπου. Ένα ελαφρώς όξινο περιβάλλον είναι ιδανικό για τη διατήρηση της ισορροπίας των βακτηριδίων και την αποτροπή της υπερβολικής ανάπτυξης των μυκήτων. Όταν το pH αλλάζει λόγω ορμονικών διακυμάνσεων, δημιουργείται ένα περιβάλλον πιο ευνοϊκό για την Candida.
  • Αλλαγή στην παραγωγή γλυκογόνου: Το γλυκογόνο είναι μια μορφή ζάχαρης που παράγεται στα τοιχώματα του κόλπου και χρησιμεύει ως τροφή για τα βακτήρια. Οι ορμονικές αλλαγές μπορούν να επηρεάσουν την παραγωγή γλυκογόνου, αυξάνοντας έτσι τη διαθεσιμότητα τροφής για τους μύκητες.
  • Αλλαγή στο ανοσοποιητικό σύστημα: Οι ορμόνες επηρεάζουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Κατά τη διάρκεια ορισμένων φάσεων του εμμηνορροϊκού κύκλου ή της εγκυμοσύνης, το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να είναι πιο αδύναμο, καθιστώντας τον οργανισμό πιο ευάλωτο σε λοιμώξεις από μύκητες.



Ανοσοκαταστολή:
 Ασθένειες όπως ο διαβήτης ή η χρήση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο. Όταν το ανοσοποιητικό σύστημα δεν λειτουργεί σωστά, δυσκολεύεται να καταπολεμήσει τις λοιμώξεις από μύκητες, όπως η Candida. Ασθένειες όπως ο διαβήτης και η χρήση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων (π.χ. για την καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος μετά από μεταμοσχεύσεις οργάνων) εξασθενούν την ικανότητα του οργανισμού να αντιμετωπίσει τις μολύνσεις, καθιστώντας τις γυναίκες που πάσχουν από αυτές τις παθήσεις πιο ευάλωτες σε κολπικές μυκητιάσεις.

Υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα: Ο μη ελεγχόμενος διαβήτης μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα σακχάρου στις κολπικές εκκρίσεις, προάγοντας την ανάπτυξη μυκήτων. Όταν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα είναι υψηλά, όπως στην περίπτωση του διαβήτη, μέρος του σακχάρου απεκκρίνεται και στον κόλπο. Αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον ιδανικό για την ανάπτυξη των μυκήτων, καθώς το σάκχαρο αποτελεί τροφή για αυτούς. Έτσι, τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στον κόλπο αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης κολπικής μυκητίασης.


Εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα
: Παθήσεις όπως το HIV/AIDS, ορισμένα φάρμακα (π.χ. κορτικοστεροειδή, ανοσοκατασταλτικά) και η χημειοθεραπεία μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο το ανοσοποιητικό σύστημα, καθιστώντας πιο πιθανές τις μολύνσεις. Όταν το ανοσοποιητικό σύστημα είναι εξασθενημένο, οι "κακοί" μύκητες, όπως η Candida, μπορούν να πολλαπλασιαστούν ανεξέλεγκτα, προκαλώντας τη μυκητίαση. Άτομα με HIV/AIDS, που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα ή υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία, έχουν ένα ανοσοποιητικό σύστημα που δυσκολεύεται να καταπολεμήσει τις μολύνσεις, συμπεριλαμβανομένων των μυκήτων.



Ζεστά, υγρά περιβάλλοντα: Τα στενά ρούχα από υφάσματα που δεν αναπνέουν, δημιουργούν ένα ζεστό, υγρό περιβάλλον που ενθαρρύνει την ανάπτυξη των μυκήτων.

  • Θερμοκρασία: Οι μύκητες ευδοκιμούν σε θερμά περιβάλλοντα. Τα στενά ρούχα, ειδικά τα συνθετικά, παγιδεύουν τη θερμότητα και την υγρασία στην περιοχή του κόλπου, δημιουργώντας ένα μικροκλίμα που ευνοεί την ανάπτυξη των μυκήτων.
  • Υγρασία: Η υγρασία είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των μυκήτων. Τα στενά ρούχα δεν επιτρέπουν στον αέρα να κυκλοφορεί ελεύθερα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η υγρασία στην περιοχή του κόλπου. Αυτό δημιουργεί ένα υγρό περιβάλλον που είναι ιδανικό για την ανάπτυξη των μυκήτων.
  • Περιορισμός της κυκλοφορίας του αέρα: Τα στενά ρούχα περιορίζουν την κυκλοφορία του αέρα στην περιοχή του κόλπου. Αυτό μειώνει την εξάτμιση της υγρασίας και δημιουργεί ένα στάσιμο περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη των μυκήτων.

Καθαρισμός και αρωματικά προϊόντα γυναικείας υγιεινής: Μπορεί να διαταράξουν τη φυσική ισορροπία των βακτηρίων και των μυκήτων στον κόλπο. Τα καθαριστικά προϊόντα, ιδιαίτερα αυτά που περιέχουν αρώματα και χρωστικές, αλλοιώνουν το φυσικό pH του κόλπου, καθιστώντας το πιο αλκαλικό. Μπορούν να καταστρέψουν τα ωφέλιμα βακτήρια που προστατεύουν από τις λοιμώξεις και να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την ανάπτυξη των μυκήτων, όπως η Candida, προκαλώντας έτσι κολπική μυκητίαση. Επιπλέον, τα μπορεί να προκαλέσουν αλλεργικές αντιδράσεις και ερεθισμό στην ευαίσθητη περιοχή του κόλπου.  


Πρόληψη


Για να μειώσουμε τον κίνδυνο κολπικών μολύνσεων από ζυμομύκητες, μπορούμε να ακολουθήσουμε τα ακόλουθα προληπτικά μέτρα:

Εξωτερική καθαριότητα: Πλένουμε την περιοχή του κόλπου καθημερινά με χλιαρό νερό και ήπιο σαπούνι, χωρίς αρώματα ή χρωστικές. Αποφεύγουμε τα αφρόλουτρα που μπορεί να ερεθίσουν την περιοχή. Στεγνώνουμε καλά την περιοχή μετά το πλύσιμο, με μια καθαρή πετσέτα. Η υγρασία δημιουργεί ένα ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη των μυκήτων.

Τα προϊόντα για την υγιεινή του κόλπου (π.χ. κρέμες, gel) συνήθως περιέχουν συστατικά που στοχεύουν στη διατήρηση της ισορροπίας του pH, την ενυδάτωση ή την αντιμετώπιση μολύνσεων. Τα πιο κοινά συστατικά είναι:


Κατηγορία Συστατικών
Συστατικά Πιθανή Δράση / Χρήση
Οξέα που ρυθμίζουν το pH Γαλακτικό οξύ Διατήρηση του όξινου pH, προστασία από λοιμώξεις
Ενυδατικά και καταπραϋντικά Γλυκερίνη, Υαλουρονικό οξύ, Αλόη βέρα, Χαμομήλι Ενυδάτωση, καταπράϋνση, επούλωση
Προβιοτικά Lactobacillus Αποκατάσταση της φυσικής μικροχλωρίδας, πρόληψη λοιμώξεων
Αντιμικροβιακά Χλωρεξιδίνη Καταπολέμηση βακτηρίων και μυκήτων
Άλλα Τεχνητά ή
φυσικά αρώματα, χρωστικές
Προσθήκη αρώματος, βελτίωση της εμφάνισης



  • Γαλακτικό οξύ (Lactic acid): Το γαλακτικό οξύ είναι ένα φυσικό συστατικό που παράγεται από τους "καλούς" βακτηριακούς πληθυσμούς στον κόλπο, όπως τους Lactobacillus. Βοηθά στη διατήρηση του όξινου pH του κόλπου, το οποίο κυμαίνεται γύρω στο 3,5-4,5, καθιστώντας το περιβάλλον δυσμενές για την ανάπτυξη παθογόνων μικροοργανισμών. Έτσι, το γαλακτικό οξύ συμβάλλει στην προστασία από μολύνσεις, όπως η βακτηριακή κολπίτιδα και οι μυκητιάσεις, και βοηθά στη διατήρηση της φυσικής ισορροπίας του κόλπου.

  • Γλυκερίνη (Glycerin): Η γλυκερίνη είναι ένα υγροσκοπικό συστατικό που σημαίνει ότι τραβάει την υγρασία από το περιβάλλον και την κρατά στην επιδερμίδα, συμβάλλοντας στην ενυδάτωση και την απαλότητα. Παρόλο που είναι ασφαλής για τα περισσότερα προϊόντα φροντίδας του δέρματος, σε ορισμένες περιπτώσεις η χρήση της στον κόλπο μπορεί να προκαλέσει ερεθισμούς ή αυξήσει τον κίνδυνο μυκητιασικών λοιμώξεων, ειδικά αν χρησιμοποιηθεί σε μεγάλες ποσότητες ή αν ο κόλπος είναι ευαίσθητος σε τέτοιες ουσίες.

  • Προβιοτικά (π.χ. Lactobacillus): Τα προβιοτικά είναι ωφέλιμα βακτήρια που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της μικροβιακής ισορροπίας του κόλπου. Τα πιο συνηθισμένα είναι τα είδη Lactobacillus, τα οποία παράγουν γαλακτικό οξύ, διατηρώντας το όξινο περιβάλλον και προλαμβάνοντας την ανάπτυξη παθογόνων μικροοργανισμών. Τα προβιοτικά προϊόντα μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την πρόληψη και θεραπεία της βακτηριακής κολπίτιδας και άλλων λοιμώξεων.

  • Υαλουρονικό οξύ (Hyaluronic acid): Το υαλουρονικό οξύ είναι μια φυσική ουσία που βρίσκεται στο σώμα και βοηθά στην ενυδάτωση των ιστών, λόγω της ικανότητάς του να συγκρατεί μεγάλες ποσότητες νερού. Στα προϊόντα για τον κόλπο, το υαλουρονικό οξύ χρησιμοποιείται για να βοηθήσει στην ενυδάτωση των ξηρών ή ερεθισμένων ιστών, ενισχύοντας την ελαστικότητα του δέρματος και βοηθώντας στην επούλωση των μικροτραυματισμών.

  • Χαμομήλι ή αλόη (Chamomile, Aloe Vera): Τα φυτικά εκχυλίσματα από χαμομήλι και αλόη είναι γνωστά για τις καταπραϋντικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητές τους. Η αλόη βέρα περιέχει αντιοξειδωτικά και ενυδατικά συστατικά που βοηθούν στην αποκατάσταση και ενυδάτωση των ευαίσθητων ιστών του κόλπου, ενώ το χαμομήλι είναι γνωστό για την ικανότητά του να μειώνει τους ερεθισμούς και τις φλεγμονές, καταπραΰνοντας το δέρμα και συμβάλλοντας στην αναγέννηση των κυττάρων.

  • Τεχνητά ή φυσικά αρώματα: Ορισμένα προϊόντα περιέχουν αρωματικές ουσίες για ευχάριστη μυρωδιά, αλλά αυτά μπορεί να προκαλέσουν ερεθισμούς ή αλλεργικές αντιδράσεις στην ευαίσθητη περιοχή του κόλπου. Τα αρώματα, ειδικά τα τεχνητά, μπορούν να διαταράξουν την ισορροπία του pH και να προάγουν λοιμώξεις, γι' αυτό προτείνεται η χρήση προϊόντων χωρίς άρωμα για τις γυναίκες με ευαισθησία.

  • Αντιμικροβιακοί παράγοντες (π.χ. χλωρεξιδίνη): Οι αντιμικροβιακοί παράγοντες, όπως η χλωρεξιδίνη, χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση βακτηρίων και μικροοργανισμών που μπορεί να προκαλέσουν λοιμώξεις. Η χλωρεξιδίνη είναι ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο αντισηπτικό που μπορεί να σκοτώσει βακτήρια και μύκητες, αλλά η υπερβολική χρήση της μπορεί να διαταράξει την φυσική μικροβιακή ισορροπία του κόλπου και να οδηγήσει σε παρενέργειες όπως ξηρότητα ή ερεθισμούς.

 


Επιλογή κατάλληλων ρούχων

  • Προτιμάμε βαμβακερά εσώρουχα, καθώς επιτρέπουν στην περιοχή να αναπνέει. Αποφεύγουμε τα συνθετικά υφάσματα που παγιδεύουν την υγρασία. Επιλέγουμε άνετα ρούχαΤα στενά ρούχα μπορεί να προκαλέσουν ερεθισμό και να αυξήσουν την εφίδρωση, δημιουργώντας ένα υγρό περιβάλλον που ευνοεί τους μύκητες.

  • Αλλαγή βρεγμένων ρούχων: Είναι σημαντικό να αλλάζουμε αμέσως τα βρεγμένα ρούχα, όπως τα μαγιό και τα ρούχα γυμναστικής, καθώς η υγρασία δημιουργεί ένα ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη των μυκήτων.


Συμπληρώματα διατροφής

Προβιοτικά

Τα προβιοτικά είναι «καλά» βακτήρια που συμβάλλουν στην αποκατάσταση και διατήρηση της υγιούς μικροβιακής ισορροπίας στον κόλπο. Τα πιο κοινά προβιοτικά είναι οι Lactobacillus βακτήρια, τα οποία παράγουν γαλακτικό οξύ, διατηρώντας το pH του κόλπου όξινο, κάτι που εμποδίζει την ανάπτυξη παθογόνων βακτηρίων και μυκήτων. Όταν αυτή η ισορροπία διαταράσσεται, για παράδειγμα από τη χρήση αντιβιοτικών, τη λήψη ορμονών ή το άγχος, μπορεί να προκύψουν λοιμώξεις όπως η βακτηριακή κολπίτιδα ή οι μυκητιάσεις. Η πρόσληψη προβιοτικών μέσω συμπληρωμάτων ή γιαουρτιού μπορεί να συμβάλλει στην αποκατάσταση αυτής της ισορροπίας, αναστέλλοντας την ανάπτυξη επιβλαβών μικροοργανισμών, ενώ προάγει την υγεία του κόλπου και του ουροποιητικού συστήματος.


Cranberry (Κράνμπερι)

Το cranberry είναι γνωστό για τις αντιβακτηριδιακές και αντιμυκητιακές του ιδιότητες. Περιέχει μια φυσική ουσία, την προανθοκυανιδίνη, η οποία εμποδίζει τα βακτήρια, όπως το E. coli, να προσκολλώνται στα τοιχώματα της ουροποιητικής οδού και του κόλπου. Αυτός ο μηχανισμός δράσης βοηθά στην πρόληψη των λοιμώξεων, ιδιαίτερα του ουροποιητικού συστήματος (όπως η κυστίτιδα), που μπορούν να επηρεάσουν και τον κόλπο. Συμβάλλει επίσης στη διατήρηση ενός όξινου pH στα ούρα, δημιουργώντας ένα δυσμενές περιβάλλον για την ανάπτυξη των βακτηρίων. Αν και δεν θεραπεύει άμεσα τις υπάρχουσες λοιμώξεις, το cranberry είναι χρήσιμο ως προληπτικό μέτρο, καθώς βοηθά στη διατήρηση ενός υγιούς ουροποιητικού και κολπικού περιβάλλοντος.


Σκόρδο

Το σκόρδο είναι γνωστό για τις ισχυρές αντιμυκητιακές, αντιβακτηριδιακές και αντιοξειδωτικές του ιδιότητες, χάρη στην ενεργή του ουσία, την αλλισίνη. Αυτή η ουσία μπορεί να καταπολεμήσει παθογόνους μικροοργανισμούς, όπως τον Candida albicans, τον κύριο υπεύθυνο για τις μυκητιάσεις του κόλπου. Η αλλισίνη διαταράσσει τις κυτταρικές μεμβράνες των μυκήτων, αναστέλλοντας την ανάπτυξή τους. Το σκόρδο μπορεί να καταναλώνεται ωμό ή σε μορφή συμπληρωμάτων για την πρόληψη και αντιμετώπιση των μυκητιάσεων. Παρόλο που η τοπική χρήση σκόρδου έχει προταθεί από μερικούς, αυτό μπορεί να προκαλέσει ερεθισμούς σε ευαίσθητες περιοχές, γι' αυτό είναι καλύτερα να καταναλώνεται ως μέρος της διατροφής ή σε συμπληρώματα.


Βιταμίνη C και Βιταμίνες του Συμπλέγματος Β

Οι βιταμίνες B και C παίζουν σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη του ανοσοποιητικού συστήματος και στην καταπολέμηση των λοιμώξεων:

  • Βιταμίνη C: Είναι ένα ισχυρό αντιοξειδωτικό που ενισχύει την παραγωγή λευκών αιμοσφαιρίων, τα οποία είναι ζωτικής σημασίας για την καταπολέμηση των λοιμώξεων. Βοηθά στη θωράκιση του οργανισμού έναντι των παθογόνων βακτηρίων και μυκήτων, ενώ ενισχύει την ανάπλαση των ιστών του κόλπου σε περιπτώσεις ερεθισμού ή μόλυνσης. Επιπλέον, συμβάλλει στην καλή υγεία των βλεννογόνων, όπως του κόλπου, κρατώντας τον υγιή και ανθεκτικό στις λοιμώξεις.

  • Βιταμίνες του συμπλέγματος Β: Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι Β6, Β9 (φυλλικό οξύ) και Β12, καθώς ενισχύουν την παραγωγή ενέργειας και τον μεταβολισμό των κυττάρων, υποστηρίζοντας το ανοσοποιητικό σύστημα. Οι βιταμίνες Β συμβάλλουν επίσης στην παραγωγή αντισωμάτων που είναι απαραίτητα για την καταπολέμηση των λοιμώξεων, ενώ διατηρούν την υγεία του νευρικού και του ανοσοποιητικού συστήματος. Είναι γνωστό ότι η ανεπάρκεια σε βιταμίνες Β μπορεί να οδηγήσει σε αδυναμία του οργανισμού να καταπολεμήσει λοιμώξεις και να αποκαταστήσει τους ιστούς.



Θεραπεία

Η θεραπεία για την κολπική μυκητίαση περιλαμβάνει συνήθως αντιμυκητισιακά φάρμακα, τα οποία μπορούν να χορηγηθούν σε διάφορες μορφές:

  • Τοπικές αντιμυκητισιακές κρέμες ή αλοιφές: Αυτές οι θεραπείες εφαρμόζονται απευθείας στην πάσχουσα περιοχή του κόλπου και των εξωτερικών γεννητικών οργάνων (αιδοίο), στοχεύοντας άμεσα στους μύκητες που προκαλούν τη μόλυνση, όπως τον Candida albicans, το πιο κοινό αίτιο των μυκητιάσεων. Οι τοπικές κρέμες και αλοιφές περιέχουν ενεργά αντιμυκητιασικά συστατικά, όπως κλοτριμαζόλη, μικοναζόλη ή εκοναζόλη, τα οποία διαταράσσουν τη δομή των κυτταρικών τοιχωμάτων των μυκήτων, οδηγώντας στην καταστροφή τους. Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά σε ήπιες έως μέτριες περιπτώσεις μυκητιάσεων και έχουν το πλεονέκτημα ότι δρουν τοπικά, χωρίς να επηρεάζουν ολόκληρο τον οργανισμό. Συνήθως χρησιμοποιούνται για λίγες ημέρες και είναι εύκολες στη χρήση, ενώ οι παρενέργειες είναι σπάνιες, αλλά μπορεί να περιλαμβάνουν ήπιο ερεθισμό ή κάψιμο στην περιοχή εφαρμογής.

  • Κολπικά υπόθετα ή δισκία: Τα κολπικά υπόθετα ή δισκία εισάγονται απευθείας στον κόλπο και απελευθερώνουν το φάρμακο κατευθείαν στον τόπο της λοίμωξης. Αυτός ο τρόπος θεραπείας είναι πιο ισχυρός από τις τοπικές κρέμες, καθώς το φάρμακο διεισδύει πιο βαθιά στους ιστούς του κόλπου, καταστρέφοντας τους μύκητες πιο αποτελεσματικά, ειδικά σε πιο σοβαρές περιπτώσεις. Τα υπόθετα ή τα δισκία συνήθως περιέχουν φάρμακα όπως η κλοτριμαζόλη, η φλουκοναζόλη ή η εκοναζόλη και χρησιμοποιούνται συχνά για θεραπεία που διαρκεί από μία έως επτά ημέρες, ανάλογα με τη σοβαρότητα της λοίμωξης. Τα υπόθετα είναι κατάλληλα για γυναίκες που προτιμούν να αποφύγουν τις κρέμες ή για όσες χρειάζονται μια πιο εντατική θεραπεία. Οι παρενέργειες μπορεί να περιλαμβάνουν αίσθηση καψίματος ή ερεθισμό, αλλά γενικά είναι καλά ανεκτά.

  • Από του στόματος αντιμυκητιασικά φάρμακα: Όταν η μυκητίαση είναι σοβαρή, υποτροπιάζουσα ή δεν ανταποκρίνεται στις τοπικές θεραπείες, οι γιατροί μπορεί να συνταγογραφήσουν αντιμυκητιασικά φάρμακα σε μορφή χαπιού. Τα από του στόματος φάρμακα, όπως η φλουκοναζόλη ή η ιτρακοναζόλη, απορροφώνται από το πεπτικό σύστημα και διανέμονται σε όλο το σώμα μέσω της κυκλοφορίας του αίματος, καταστρέφοντας τους μύκητες όχι μόνο στον κόλπο αλλά και σε άλλα μέρη του σώματος όπου μπορεί να υπάρχουν. Αυτή η συστηματική δράση καθιστά αυτά τα φάρμακα ιδιαίτερα αποτελεσματικά σε επίμονες και σοβαρές περιπτώσεις, όπως όταν η μυκητίαση προκαλείται από ανθεκτικούς μύκητες ή συνοδεύεται από άλλες λοιμώξεις. Η λήψη από του στόματος αντιμυκητιασικών φαρμάκων μπορεί να απαιτεί μόνο μία δόση ή θεραπεία με διάρκεια αρκετών ημερών. Ωστόσο, αυτά τα φάρμακα μπορεί να έχουν περισσότερες παρενέργειες, όπως πονοκέφαλο, ναυτία ή ηπατικές διαταραχές, γι' αυτό είναι σημαντικό να παρακολουθείται η χρήση τους από γιατρό.



Συμπέρασμα


Η κολπική μυκητίαση μπορεί να είναι ενοχλητική, αλλά με τις σωστές γνώσεις και προφυλάξεις, μπορούμε να την κρατήσουμε υπό έλεγχο και να απολαμβάνουμε μια υγιή και άνετη ζωή. Δε διστάζουμε να συμβουλευτούμε τον γυναικολόγο μας για οποιαδήποτε απορία. 


Το heals προτείνει:

Πηγές:

  1. Ferrer, J. (2000). Vaginal candidosis: epidemiological and etiological factors. International Journal of Gynecology & Obstetrics, 71, 21-27.
  2. Mendling, W. (2015). Guideline: vulvovaginal candidosis (AWMF 015/072), S2k (excluding chronic mucocutaneous candidosis). Mycoses, 58, 1-15.
  3. Sobel, J. D. (2016). Recurrent vulvovaginal candidiasis. American journal of obstetrics and gynecology, 214(1), 15-21.